ἐλάκτισα

ἐλάκτισα
λακτίζω
kick with the heel
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λακτώ — (Μ λακτῶ, έω) κλοτσώ μσν. μτφ. βάζω στην άκρη, παραμερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμ. ενεστ. τού λακτίζω από τον αόρ. ἐλάκτισα, που συνέπιπτε φωνητικώς με τον αόρ. τών ρημάτων σε ῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”